faire - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Faire (disambiguation); Faires (disambiguation)

faire         
make, build, draw up; play, take; do, work; cook; prepare, perform; handle, transact
carénage         
n. fairing
conte de fées      
n. fairy tale, fairy story

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

Faire

Faire may refer to:

  • Laissez-faire, a French phrase meaning "let do, let go, let pass"
  • Laissez Faire Books, libertarian bookseller
  • Maker Faire, event created by Make magazine
  • Heloise and the Savoir Faire, pop music group
  • How Weird Street Faire, street fair and electronic music festival in San Francisco
  • Savoir-Faire, a piece of interactive fiction written by Emily Short
  • Scènes à faire, a principle in copyright law
  • Science Faire, a compilation album by pop group The Apples in Stereo
  • Vintage Faire Mall, a shopping mall in Modesto, California
  • Virginia Brown Faire (1904–1980), American silent-film actress
  • West Coast Computer Faire (1977–1989), computer industry conference
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για faire
1. Pourquoi faire compliqué quand on peut faire simple?
2. Il y a une différence entre faire des objets et faire du design, mais bon.
3. Le savoir–faire de Singapore aurait pourtant d$'; faire pencher la balance en sa faveur.
4. A trop vouloir en faire, Miller finit par en faire des tonnes et se regarde filmer.
5. Combien a–t–elle pu faire faire d‘économies aux citoyens de ce pays?